- πηλοβατώ
- -έω, Νπατάω μέσα στις λάσπες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηλοβάτηση — και πηλοβασία, η, Ν [πηλοβατώ / πηλοβάτης] το περπάτημα μέσα στη λάσπη … Dictionary of Greek